χειρούργημα

χειρούργημα
τὸ, Α [χειρουργῶ]
έργο κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το χέρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χειρούργημα — handiwork neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργήμασι — χειρούργημα handiwork neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργήματος — χειρούργημα handiwork neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρουργία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χειρουργίη Α [χειρουργός] η χειρουργική αρχ. 1. δεξιοτεχνία τών χεριών, κατασκευή ή διακόσμηση έργων με τα χέρια τού τεχνίτη 2. χειρούργημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”